- τρίχορδος
- -η, -ο1. που έχει τρεις χορδές.2. το ουδ. ως ουσ., τρίχορδο, το μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η μπαντούρα, ο ταμπουράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρίχορδος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχορδος — η, ο / τρίχορδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει τρεις χορδές 2. (τα ουδ. ως ουσ.) το τρίχορδο μουσικό όργανο με τρεις χορδές, η πανδούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χορδος (< χορδή), πρβλ. τετρά χορδος] … Dictionary of Greek
τρίχορδον — τρίχορδος of masc/fem acc sg τρίχορδος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχόρδους — τρίχορδος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχόρδῳ — τρίχορδος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχορδα — τρίχορδος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek